- ἠλέησα
- помиловал
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἠλέησα — ἐλεάω aor ind act 1st sg (attic ionic) ἐλεέω to have pity on aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλέησ' — ἠλέησα , ἐλεάω aor ind act 1st sg (attic ionic) ἠλέησο , ἐλεάω plup ind mp 2nd sg (attic ionic) ἠλέησο , ἐλεάω perf imperat mp 2nd sg (attic ionic) ἠλέησο , ἐλεάω imperf ind mp 2nd sg ἠλέησε , ἐλεάω aor ind act 3rd sg (attic ionic) ἠλέησαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)